Η Ελλάδα είναι μια χώρα όπου ο τουρισμός και η εστίαση είναι οι κινητήριοι μοχλοί ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια, στηρίζοντας το ΑΕΠ και κρατώντας ψηλά τη σημαία της χώρα στο εξωτερικό. Για τον τουρισμό δεν είναι ανάγκη να πούμε πολλά, καθώς η φυσική ομορφιά της Ελλάδας μαζί με το εξαιρετικό της κλίμα και την πλούσια ιστορία της, την τοποθετούν στους κορυφαίους καλοκαιρινούς προορισμούς. Στο θέμα των φαγητών και των γεύσεων όμως η Ελλάδα δε μένει μόνο στα δικά της όρια, αλλά έχει καταφέρει να ανοίξει και άλλες αγορές, αρκετά διαφορετικές μάλιστα από την ίδια.
Εδώ παίζει μεγάλο ρόλο η δοκιμή προϊόντων και συγκεκριμένα η γευσιγνωσία. Ένα προϊόν, για να έχει επιτυχία, θα πρέπει να γίνει δεκτό από διαφορετικούς καταναλωτές, οι οποίοι όχι μόνο έχουν υποκειμενικές αντιλήψεις και απόψεις, αλλά επηρεάζονται και από τοπικιστικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, άλλο μια πίτα φτιαγμένη στον Πειραιά και άλλο στα Ιωάννινα. Άλλο η μπουγάτσα Θεσσαλονίκης και άλλο της Καλαμάτας. Εκεί είναι δουλειά του ερευνητή να σκάψει και να ανακαλύψει ακριβώς γιατί κάποια προϊόντα επιλέγονται από τους καταναλωτές και να προσαρμόσει τη γραμμή παραγωγής μιας επιχείρησης ανάλογα.
Δυστυχώς έχουμε δει πολλές φορές προϊόντα να βγαίνουν στην αγορά βασισμένα μόνο στην άποψη του ιδιοκτήτη ή κάποιων μελών της επιχείρησης. Εκτός του μικρού και αναξιόπιστου δείγματος, έχουμε την πλήρη έλλειψη επαγγελματικού πρωτοκόλλου, ενώ υπάρχει φυσικά και η τάση να συμφωνούν όλοι με το αφεντικό, και τελικά ένα προϊόν να βασίζεται στη γνώμη ενός ανθρώπου για τη δημιουργία του και τα τελικά συστατικά του.
Επαναλαμβάνω πως μου αρέσει και εκτιμώ το ένστικτο των επιχειρηματιών, αλλά όταν μιλάμε για ένα προϊόν που στοχεύει σε διαφορετικά target groups και μεγάλο πληθυσμό, θα πρέπει να έχουν γίνει πρώτα τα απαραίτητα τεστ που να του δώσουν τα χαρακτηριστικά που επιθυμεί ο τελικός καταναλωτής.
Οι ομαδικές συνεντεύξεις (focus groups), οι σε βάθος προσωπικές συνεντεύξεις και η ποιοτική ανάλυση δεδομένων προσφέρουν όχι μόνο πληροφορίες καθαρά για την παραγωγή και τη γεύση αλλά και για τη διαφήμιση του προϊόντος, ακριβώς πάνω στις απαιτήσεις και εκτιμήσεις των ίδιων των καταναλωτών. Οι δοκιμές προϊόντων σε διαφορετικό και ανομοιογενές κοινό δίνει τη δυνατότητα στον ερευνητή να προσφέρει τα κατάλληλα εργαλεία σε μια επιχείρηση, ώστε να προσεγγίσει όσο το δυνατόν περισσότερους καταναλωτές με το λιγότερο δυνατό κόστος.
Μπορεί να θεωρούμε πχ ότι η σοκολάτα αρέσει σε όλους, αλλά τα δεδομένα δείχνουν πως αυτό δε σημαίνει απαραίτητα επιτυχία για κάθε γλυκό με συστατικό τη σοκολάτα. Οι συνδυασμοί και τα πειράματα που θα γίνουν, για να βρεθεί η κατάλληλη και γευστικότερη φόρμουλα, απαιτεί συνεργασία μεταξύ των τεχνολόγων τροφίμων, του μάρκετινγκ και της εταιρείας ερευνών. Δεν είναι τυχαίο πως γίγαντες του χώρου, όπως η Nestle, η Unilever και άλλες, επενδύουν σε ερευνητικά τμήματα για την κάθε χώρα ξεχωριστά, ώστε να προσαρμόζουν τα προϊόντα τους στις απαιτήσεις και ανάγκες των καταναλωτών σε όλο τον κόσμο.