Με τις εκλογές για την τοπική αυτοδιοίκηση να έρχονται το 2019 και τις εθνικές εκλογές να παραμονεύουν σε κάθε «γωνία» τα τελευταία χρόνια, δεν είναι παράξενο που σχεδόν όλες οι εταιρείες έρευνας και ανάλυσης δέχονται τον τελευταίο καιρό συχνά τηλέφωνα υποψηφίων και κομμάτων για διερεύνηση συνεργασίας. Το ίδιο ζούμε και εμείς, οπότε αποφάσισα να γράψω κάτι σχετικό εξηγώντας τις θέσεις μου, έπειτα από 10 γεμάτα χρόνια στην πολιτική έρευνα και ανάλυση.
Τα τελευταία χρόνια οι εταιρείες ερευνών έχουν αποτύχει σε αρκετές δημοσκοπήσεις. Κυρίως όσον αφορά μεγάλα γεγονότα με πολλή πόλωση και ένταση, δεν κατάφεραν να πιάσουν το σφυγμό, όχι τόσο των πολιτών που είχαν άποψη και ήθελαν να συμμετέχουν στα κοινά, αλλά αυτών που αποφασίζουν τελευταία στιγμή για όλα. Μια μεγάλη μάζα ατόμων που γενικά απείχε ή απλώς ακολουθούσε τους άλλους, αποφάσισε να μπει δυνατά στις εκλογικές διαδικασίες παγκοσμίως και έτσι είδαμε τις δημοσκοπήσεις να πέφτουν έξω. Φυσικά, για να είμαστε δίκαιοι, πρέπει να γνωρίζουμε ότι οι αποτυχημένες δημοσκοπήσεις «γιορτάστηκαν» εντονότερα από τις πετυχημένες, αλλά θα εξετάσουμε το γιατί σε επόμενο άρθρο. Δε θα συνεχίσω άλλο το θέμα των αστοχιών των δημοσκοπήσεων, καθώς το έχω αναλύσει αρκετά σε προηγούμενό μου κείμενο (ΕΔΩ).
Όμως, άμα τελικά δεν είναι εύκολο για τις δημοσκοπήσεις να προβλέψουν τα αποτελέσματα, τότε γιατί οι πολιτικοί και τα κόμματα συνεχίζουν να τις ζητούν; Το θέμα είναι πως δεν έχει αποτύχει η έρευνα ως σύνολο και ως επιστήμη, αλλά μόνο ως προς μια ερώτηση η οποία αφορά την πρόθεση ψήφου. Προσωπικά, δε συμπεριλαμβάνω ερώτηση που αφορά «πρόθεση ψήφου» στα πολιτικά ερωτηματολόγια που δουλεύω, και εξηγώ στους υποψηφίους που με εμπιστεύονται πως, όχι μόνο είναι χαμένος χρόνος, αλλά μπορεί να δείξει διαφορετικά αποτελέσματα και να μπερδέψει. Άλλωστε, ειλικρινά, πόση αξία έχει να ρωτάς στο τηλέφωνο ή στο διαδίκτυο έναν ψηφοφόρο «τι θα ψήφιζε αν την επόμενη Κυριακή διεξάγονταν εθνικές εκλογές»;
Με πάνω από το 30% να βρίσκεται στην αδιευκρίνιστη ψήφο και άλλο τόσο να δίνει απάντηση της τύχης και χωρίς σκέψη, καταλαβαίνουμε ότι η συγκεκριμένη ερώτηση, όχι απλώς ξεπερνάει το στατιστικό λάθος, αλλά είναι πιθανό να μην έχει επαφή με το τελικό αποτέλεσμα (δες δημοψήφισμα Ιουλίου 2015). Έτσι είναι καλύτερο οι ερωτήσεις στην πολιτική έρευνα να αφορούν γενικά τις απόψεις και γνώμες του ερωτώμενου για διάφορα ζητήματα της πολιτικής σκηνής και της καθημερινότητας και να αφήσουμε την ερώτηση της ψήφου για τα exit polls (άλλη μεγάλη κουβέντα και εκεί).
Φυσικά τα παραπάνω ισχύουν ακόμα και σε προεκλογικές περιόδους που γνωρίζουμε πότε θα έχουμε εθνικές εκλογές και τα ΜΜΕ παίρνουν φωτιά δημοσιεύοντας δημοσκοπήσεις με πρώτη πάντα τη διαφάνεια με την πρόθεση ψήφου. Η μόνο διαφορά είναι πως μειώνεται κάπως η αδιευκρίνιστη ψήφος αλλά παραμένει σε μη αποδεκτά επίπεδα για ασφαλή συμπεράσματα και υποθέσεις.
Ο κόσμος αλλάζει και πρέπει να αλλάξουμε και εμείς μαζί του. Οι άνθρωποι έχουν πλέον πρόσβαση σε περισσότερες πληροφορίες (όχι πάντα εξακριβωμένες), γνώμες και ειδήσεις με μεγαλύτερη ταχύτητα από παλιά, οπότε η απόφαση για την τελική ψήφο πολλές φορές βγαίνει λίγες ώρες πριν την κάλπη. Άρα, είναι δουλειά μας όχι να δώσουμε ένα ποσοστό στους ανθρώπους που μας εμπιστεύονται, αλλά μια ολόκληρη στρατηγική, ώστε οι υποψήφιοι να είναι στο μυαλό των ψηφοφόρων όταν πάνε να ψηφίσουν. Εμείς μετράμε εις βάθος τους λόγους και τις απόψεις των ψηφοφόρων και βρίσκουμε τις παραμέτρους και τα ερεθίσματα που προκρίνουν έναν υποψήφιο ή ένα κόμμα έναντι άλλων, ώστε να στήσουμε μια σωστή και ανθρωποκεντρική στρατηγική για κάθε περίσταση και περιοχή.