Αν υπάρχει μια τάση που σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι δυνάμωσε στην πανδημία, και θα διατηρηθεί και μετά, είναι η αύξηση του ηλεκτρονικού εμπορίου (e-commerce).
Άνθρωποι που δεν είχαν παραγγείλει ποτέ διαδικτυακά, αναγκάστηκαν, λόγω των περιορισμών στις μετακινήσεις, να δημιουργήσουν λογαριασμούς και να έρθουν σε επαφή με τις ηλεκτρονικές αγορές.
Αν και στην αρχή στην Ελλάδα είδαμε πολλά προβλήματα, όπως καθυστερήσεις παραδόσεων από σούπερ μάρκετ ή τις εταιρείες κούριερ να δυσκολεύονται να χειριστούν το όγκο δουλειάς, σιγά σιγά όμως όλοι έχουν καταφέρει να σταθούν στο ύψος των περιστάσεων.
Αντίστοιχα, λοιπόν, έχει αρχίσει έντονη συζήτηση σχετικά με τις εταιρείες delivery και τις υπηρεσίες τους.
Στην Αμερική υπάρχει τεράστιος ανταγωνισμός από εταιρείες delivery, που παλεύουν να πάρουν όσα περισσότερα μαγαζιά και καταναλωτές μπορούν μαζί τους.
Εκεί οι εταιρείες delivery προσπαθούν να συνδέσουν καταστήματα που δεν έχουν τέτοιες υπηρεσίες, ώστε να τους βοηθήσουν στο να αυξήσουν πωλήσεις, αλλά και να έχουν πρόσβαση σε data analytics μέσω των ειδικών εφαρμογών που χρησιμοποιούν για το delivery.
Έχουμε λοιπόν την DoorDash (leader στην κατηγορία), την GrubHub, την UberEats και διάφορες άλλες start-ups να μάχονται μεταξύ τους για κυριαρχία.
Γιατί πρέπει να παραδεχτούμε πως ο κλάδος του delivery είναι μονοπωλιακός από τη φύση του. Δε μπορεί να υπάρχουν πολλές εταιρείες delivery που θα τρέχουν ποια θα προλάβει να πάρει πρώτη μια παραγγελία από ένα κατάστημα, γιατί μετά απλώς θα χάνουν χρήματα.
Φανταστείτε έναν καταναλωτή να παραγγέλνει μια πίτσα από 2 εταιρείες delivery και αυτές να τρέχουν για να προλάβουν ποια θα πάρει πρώτη την πίτσα για να την παραδώσει. Δεν είναι κατάλληλο επιχειρηματικό μοντέλο.
Έτσι αυτές οι εταιρείες προχωράνε σε αρκετές επιχειρηματικές κινήσεις, που ίσως δεν έχουν λογική για τους περισσότερους από εμάς, στη μάχη τους να γίνουν κυρίαρχες, είτε διαλύοντας τον ανταγωνισμό είτε μέσα από συγχωνεύσεις και συνεργασίες.
Στηρίζονται πολύ στο επιθετικό μάρκετινγκ, όπου διαφημίζουν delivery υπηρεσίες για καταστήματα, χωρίς να το ξέρουν οι ίδιοι οι ιδιοκτήτες τους, ώστε να τους πιέσουν σε εκ των υστέρων συνεργασία μέσω των καταναλωτών, και «καίνε» χρήματα επενδυτών, στην προσπάθεια να προσφέρουν ακόμη και χαμηλότερες τιμές στους καταναλωτές, μέσω της υπηρεσίας τους από ότι αν αγόραζαν το προϊόν απευθείας από το κατάστημα.
Είναι πιθανό να δούμε και στην Ελλάδα τέτοιες μάχες σύντομα, καθώς η ανάγκη για delivery θα μπει σε περισσότερα σπίτια δίπλα μας και θα αφορά μικρότερες αγορές σε αξία.
Οι εταιρείες που ενδιαφέρονται θα πρέπει να μετρήσουν τη σημαντικότητα του delivery στους Έλληνες καταναλωτές, καθώς και τα έξτρα features που θα μπορούσαν να προσθέσουν, ώστε να καταφέρουν να γίνουν σύντομα οι κυρίαρχοι σε ένα κλάδο δισεκατομμυρίων.